- αποκολποομαι
- ἀποκολπόομαιἀπο-κολπόομαιобразовывать залив
(ὅ Ὠκεανὸς ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὅ Ὠκεανὸς ἀποκολπούμενος τρία ποιεῖ πελάγη Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποκολπούμενος — ἀποκολπόομαι form a bay pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)